ὕσσακος

ὕσσακος
ὕσσακος· ὑστακός, Hsch.; ὑσσάκους· πασσάλους, EM785.7, Phot. (cf. ὕσταξ); dub. in
A Lyr.A desp.46A; but, = pudenda muliebria, Ar. Lys. 1001: [dialect] Dor. word acc. to Phot.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ύσσακος — Α (κατά τον Φώτ.) «πάσσαλος». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ὕσσακος, ὑστακός, ὕσταξ είναι όροι τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζουν επίθημα ακος (πρβλ. λιθ ακός, τριβ ακός) και αξ (πρβλ. κάμ αξ, λίθ αξ) αντίστοιχα. Η σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • υστακός — Α (κατά τον Θεόγνωστ.) «πάσσαλος». [ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. ὕσσακος] …   Dictionary of Greek

  • ύσσαξ — ακος, ὁ, Α το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος τού καθημερινού λεξιλογίου, πιθ. δωρικός, ο οποίος έχει σχηματιστεί ίσως από τη λ. ὗς «χοίρος» (για τη σημ. πρβλ. τη χρήση τού τ. χοίρος με σημ. «γυναικείο αιδοίο») με επίθημα αξ, που απαντά και σε… …   Dictionary of Greek

  • ύσταξ — Α (κατά τον Ησύχ.) «πάσσαλος κεράτινος». [ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. ὕσσακος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”